ξεφωνητό

ξεφωνητό
τό
1) громкий крик, вопль; 2) πλ. вопли, громкие рыдания;

βάλλω ( — или αρχίζω) τα ξεφωνητά — начать громко рыдать; — голосить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεφωνητό" в других словарях:

  • ξεφωνητό — το 1. ισχυρή και παρατεταμένη φωνή, κραυγή 2. οιμωγή, θρήνος 3. έντονη αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφωνώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • ξεφωνητό — το δυνατή φωνή, κραυγή: Χάλασε τον κόσμο με τα ξεφωνητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακραξιά — και ανάκραξη, η [ανακράζω] κραυγή, ξεφωνητό …   Dictionary of Greek

  • ανακραυγή — η δυνατή φωνή, κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κραυγή. ΠΑΡ. ανακραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • ανακραύγασμα — ἀνακραύγασμα, το (Α) [ἀνακραυγάζω] κραυγή, ξεφωνητό …   Dictionary of Greek

  • αναφώνηση — Στη ρητορική ονομάζεται έτσι το σχήμα αψιθυμίας με το οποίο o ομιλητής εκφράζει διάφορα έντονα ψυχικά συναισθήματα (χαρά, λύπη, φόβος, οργή, προσδοκία κλπ.). Ο λόγος στην α. εκφέρεται ερωτηματικά ή θαυμαστικά με γρήγορη επανάληψη λέξεων ή φράσεων …   Dictionary of Greek

  • αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • εκβόησις — ἐκβόησις, η (AM) ξεφωνητό, δυνατή κραυγή …   Dictionary of Greek

  • κακόγαμβρος — κακόγαμβρος, ον (Α) φρ. «κακόγαμβρος γόος» θρήνος, γόος, ξεφωνητό για τη δυστυχία τού γαμβρού …   Dictionary of Greek

  • κραγόν — (AM, Α και κράγον) επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. τού κραγός*, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., τού οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)] …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»